βαλλιστική

βαλλιστική

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαλλιστική" в других словарях:

  • βαλλιστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον βαλλισμό 2. ο σχετικός με τη βαλλιστική, τη βλητική 3. το θηλ. ως ουσ. βαλλιστική, η η βλητική, η επιστήμη που μελετά την προώθηση, πτήση και πρόσκρουση των βλημάτων 4. φρ. α) «βαλλιστικά όπλα» όπλα των οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»